- αδελφομοιράζω
- 1. διανέμω, μοιράζω την πατρική περιουσία μεταξύ αδελφών2. μοιράζομαι αυτή την περιουσία με τα αδέλφια μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + μοιράζω.ΠΑΡ. αδελφομοιρασιά, αδελφομοίρασμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδελφομοίρασμα — και αδερφομοίρασμα, το [αδελφομοιράζω] 1. η αδελφομοιρασιά* 2. το αδελφομερτικό* … Dictionary of Greek
αδελφομοιρασιά — και αδερφομοφασιά, η [αδελφομοιράζω] 1. διανομή, μοίρασμα πατρικής κληρονομιάς ανάμεσα σε αδέλφια 2. το κτήμα που προέρχεται από τέτοια διανομή … Dictionary of Greek